δάνου

δάνου
δάνος
gift
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • τυχώνειος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τύχωνα Βράχιο, εξελληνισμένο όνομα τού Δανού αστρονόμου φιλοσόφου Τύχο Μπράχε 2. φρ. «τυχώνειο σύστημα» ή «σύστημα τού Τύχωνος» (αοτρον.) σχήμα για την περιγραφή τής δομής τού ηλιακού συστήματος που… …   Dictionary of Greek

  • ADANI Insul — Ptolemaeo νῆσος Α᾿δάνου, hinc Adan absolute apud Plinium, et ex eo Solinum c. 56. Ab Indica prominentia ad Malichu Insulam affirmat esse quindecies centena milia passuum: a Malichu ad Sceneon ducenta viginti quinque milia, inde ad Insul. Adan… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DANUBIUS — fluvius, si quis alius, veterum atque recentiorum Graecorum, Latinorumqueve literis, monumentisqueve valde celebratus, ita ut Eratosthenes et Apollod. l. 2. de navibus merito poetarum Philosophorumqueve principem Homerum reprehendisse videantur,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MALICHUS — Insul. cuius meminit Solin. c. 60, Malchu Plinio l. 6. c. 29. in Sinu Arabico, nomen habuit ab aliquo Malicha Regulo: quemadmodum in eodem Sinu multae aliae Insulae denominatae sunt, Αἰνου, Σωκράτους, Πολυβίου, Σιμαγένους, Α῾δάνου, quae nomina… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • κραρουπισμός — ο παλαιά μέθοδος για την αύξηση τής επαγωγικής αντίστασης ενός ζεύγους αγωγών σε μια τηλεφωνική ή τηλεγραφική γραμμή με την περιέλιξη κάθε αγωγού με λεπτό σύρμα, με λεπτή σιδερένια ταινία ή με ταινία μαγνητικού κράματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην… …   Dictionary of Greek

  • υπαρξισμός — (existentialisme). Σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα, που παίρνει το όνομά του από την αντίληψη ότι η φιλοσοφία δεν είναι αντικειμενική ή θεωρητική επιστήμη, αδιάφορη για την ύπαρξη του ανθρώπου που τη δημιουργεί, αλλά αντίθετα συνδέεται αδιάσπαστα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”